εὐαγγελισθέν

εὐαγγελισθέν
εὐαγγελίζομαι
bring good news
aor part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • благовѣщеньныи — (2*) пр. Содержащий добрую весть: творѩи же гл҃ъ б҃а моего бл҃говѣщенныи надо всѣми пребываеть чл҃вкы. (εὐαγγελισϑέν) ЖВИ XIV XV, 92а; вси сущии под нимъ люди и гражане и внѣшнии. бл҃говѣщенными е(г) наоучиша(с) словесы. (ϑεοφϑόγγοις!) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”